- κηδόσυνος
- κηδόσυνος,-ον (Α)αυτός που φροντίζει για κάποιον, ανήσυχος, ανυπόμονος, πρόθυμος για κάποιον («πόδι κηδοσύνῳ παράσειρος», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆδος + επίθημα -όσυνος (πρβλ. δουλ-όσυνος, χαρμ-όσυνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηδόσυνος — anxious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
κηδοσύνη — κηδοσύνη, ἡ (Α) [κηδόσυνος] θλίψη, στενοχώρια, έγνοια … Dictionary of Greek
κηδοσύνωι — κηδοσύνῳ , κηδόσυνος anxious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)